τυχαίως

τυχαίως
ΝΜΑ, και τυχαία Ν
βλ. τυχαίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυχαίως — τυχαί̱ως , τυχαῖος accidental adverbial τυχαί̱ως , τυχαῖος accidental masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …   Dictionary of Greek

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

  • τυχαίος — α, ο / τυχαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που συμβαίνει κατά τύχην, από σύμπτωση, απρόβλεπτος, μη σκόπιμος (α. «τυχαίο γεγονός» β. «τυχαία συνάντηση» γ. «ἀκούσιον καὶ οὐκ ἐξεπίτηδες γεγονέναι τὴν ἀπάντησιν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ασήμαντος, μηδαμινός («δεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”